Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

Τι είπε η Υφυπουργός Τουρισμού Α. Γκερέκου στην Ετήσια ΓΣ της Ενωσης Ξενοδόχων Αθηνών- Αττικής

«Θα ήθελα πρώτα απ’ όλα να σας ευχαριστήσω, για τη σημερινή σας πρόσκληση στην Ετήσια Γενική Συνέλευση της Ένωσης Ξενοδόχων Αθηνών – Αττικής και στην έναρξη της έκθεσης «XENIA 2009».


Δεν θα ήθελα να αναλώσω πολύ από το χρόνο σας σήμερα και για το λόγο αυτό, θα μου επιτρέψτε να επικεντρωθώ μόνο σε κάποιους συγκεκριμένους προβληματισμούς γύρω από τα θέματα που μας αφορούν όλους. Και ο πρώτος από αυτούς τους προβληματισμούς, ξεκινά από τη διαπίστωση, ότι η σημερινή συγκυρία προφανώς δεν είναι η καλύτερη δυνατή. Βρισκόμαστε στο μέσον μιας οικονομικής κρίσης, η οποία πλήττει τους πάντες και τα πάντα - και φυσικά, την παγκόσμια αλλά και την εθνική τουριστική βιομηχανία.


Είναι επίσης γεγονός, ότι βρισκόμαστε στο κέντρο της κρίσης, χωρίς να έχουμε................
ικανά «αμυντικά» όπλα στα χέρια μας. Για να μην κρυβόμαστε αλλά και για να λέμε την απλή και αντικειμενική αλήθεια, χωρίς καμία διάθεση ή πρόθεση «πολιτικής κριτικής», η κατάσταση την οποία παραλάβαμε, είναι εξόχως προβληματική. Τεράστια χρέη, νομοθετικά κενά, ελλείψεις έργων υποδομής, προβληματική επικοινωνία του προϊόντος, διοικητικές δυσλειτουργίες, έλλειψη κεντρικής στόχευσης – και γενικώς ένα πεδίο με πληθώρα σοβαρών προβλημάτων.


Οφείλουμε να βάλουμε κάποιες άμεσες προτεραιότητες, εάν θέλουμε να είμαστε αποτελεσματικοί. Τη στιγμή αυτή, είναι σοβαρό λάθος να κινηθούμε μόνο σε ένα «οραματικό» ή μακροπρόθεσμο επίπεδο και να επαναλάβουμε την τακτική των «εξαγγελιών χωρίς πράξη». Αντιθέτως, οφείλουμε να κινηθούμε με γνώμονα το τι είναι «εφικτό» να γίνει σε σύντομο χρόνο. Κι αυτό γιατί οι ανάγκες που πρέπει να αντιμετωπιστούν αλλά και τα προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν, έχουν πλέον έναν ασφυκτικό και επείγοντα χαρακτήρα.


Στη βάση της λογικής αυτής λοιπόν, πρώτος και κεντρικός στόχος, είναι να προσπαθήσουμε να μειώσουμε τα τεράστια χρέη που σχετίζονται με τον Τουρισμό - εάν θέλουμε στο άμεσο μέλλον να έχουμε ελπίδες ότι η κατάσταση θα εξυγιανθεί. Αν μεγαλώσουμε ακόμη περισσότερο τη «μαύρη τρύπα» των χρεών, πολύ απλά δεν πρόκειται να υπάρξει για κανέναν μας «επόμενη ημέρα»: ούτε για την ιδιωτική τουριστική επιχειρηματικότητα, ούτε για τη συνολική τουριστική ανάπτυξη, ούτε για την ίδια τη χώρα συνολικά και το 18% του ΑΕΠ της, το οποίο εξαρτάται από τον Τουρισμό. «Ο βρόγχος των χρεών που έχουμε στο λαιμό μας, μας εμποδίζει να αναπνεύσουμε τη στιγμή αυτή», για να σας περιγράψω μεταφορικά το πρόβλημα. Στο θέμα των χρεών, είμαστε σε ένα απολύτως οριακό επίπεδο – κι αυτό είναι λίγο-πολύ γνωστό σε όλους.


Όμως για να επιτευχθεί ο στόχος του κλεισίματος της «μαύρης τρύπας» των χρεών του Τουρισμού, θα πρέπει υποχρεωτικά να υπάρξει περιορισμός των δαπανών σε πολλά άλλα επίπεδα. Γιατί προφανώς, δεν πρόκειται να αφήσουμε τη χώρα χωρίς προβολή, προώθηση και επικοινωνία του τουριστικού της προϊόντος, επειδή στοχεύουμε αποκλειστικά και μόνο στο να ξεχρεώσουμε – δεν είναι λογικό αυτό και δεν πρόκειται να γίνει. Αυτό όμως που μπορεί να γίνει, και ΘΑ γίνει, είναι ο επανέλεγχος και ο εξορθολογισμός των δαπανών που αφορούν τον Τουρισμό.


Για να δημιουργηθεί αυτή η μεγάλη και συνολική «μαύρη τρύπα των χρεών», υπάρχει «οικονομική αιμορραγία» από μια σειρά άλλες, μικρότερες επιμέρους «τρύπες». Μέσα από εκεί χάνονται χρήματα και κονδύλια, για στόχους αμφίβολης ανταποδοτικότητας και ελεγχόμενης αποτελεσματικότητας ως προς τη βελτίωση της συνολικής πορείας του Τουρισμού μας. Και ήδη έχουμε εντοπίσει πολλές από αυτές τις περιοχές. Η κοινή λογική λοιπόν λέει, ότι ο εξορθολογισμός των δαπανών, πρέπει να ξεκινήσει από εκεί.


Η προσπάθεια αυτή όμως, οφείλει και πρέπει να συνδεθεί με την κεντρική σκέψη του «που θέλουμε να πάμε και που θέλουμε να βρεθούμε μετά την κρίση». Κι αυτό, δεν μπορεί να γίνει ούτε με βάση τη «διαίσθηση», ούτε με βάση τις προσωπικές «εντυπώσεις» που έχει ο καθένας μας. Είναι απαραίτητο να στηριχθούμε σε «εργαλεία» και τρόπους, που έχουμε στα χέρια μας, τα οποία μπορούν αφ’ ενός να μας δώσουν την εικόνα και αφ’ ετέρου να μας υποδείξουν πιθανούς δρόμους και κατευθύνσεις που πρέπει να ακολουθήσουμε. Σε ειδικό και στοχευμένο επίπεδο λοιπόν, η Ετήσια Έρευνα Ικανοποίησης Πελατών Ξενοδοχείων Αττικής, την οποία διεξάγει για 5η χρονιά η Ένωση Ξενοδόχων Αττικής – Αθηνών, αποτελεί ένα τέτοιο χρήσιμο εργαλείο.


Πιστεύω ότι και σε αυτή την έρευνα αναδεικνύεται η ύπαρξη ενός σχετικά υψηλού βαθμού ικανοποίησης από τις προσπάθειες της ιδιωτικής τουριστικής επιχειρηματικότητας (κυρίως σε επίπεδο εγκαταστάσεων). Ισως να μην υπάρχει ο αντίστοιχος βαθμός ικανοποίησης στο θέμα των υποδομών της πόλης, όπως π.χ. η καθαριότητα, η ατμοσφαιρική ρύπανση, η ασφάλεια, κλπ. Για να λέμε δηλαδή τα πράγματα πιο απλά, ενώ οι ιδιώτες τουριστικοί επιχειρηματίες προσπαθούν για το καλύτερο, δεν βοηθούνται στην προσπάθειά τους αυτή από την υπόλοιπη Πολιτεία, η οποία φαίνεται να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της με ελλιπή τρόπο.


Το ξέρετε φυσικά καλύτερα από εμένα, ότι ο Τουρισμός δεν εξαρτάται μόνο από τις ξενοδοχειακές παροχές αλλά και από μια σειρά άλλων παραμέτρων που αφορούν τη συνολική εμπειρία του επισκέπτη μέσα στο νέο περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται. Και εδώ, έχουμε πρόβλημα. Ειδικά ο τουρισμός στην Αττική και την Αθήνα, δεν είναι αποκλειστικά και μόνο «ξενοδοχειακός τουρισμός» αλλά εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό, από την ίδια την πόλη. Γι’ αυτήν άλλωστε έρχεται και το μεγαλύτερο τμήμα των πελατών των ξενοδοχειακών μονάδων.


Επίσης, για εμένα προσωπικά, το θέμα της ασφάλειας είναι κομβικής σημασίας ζήτημα για τον Τουρισμό. Η Αθήνα ήταν και παραμένει ασφαλής προορισμός. Αυτό είναι καθήκον όλων μας να το διαφυλάξουμε. Επομένως χρειάζεται μια ιδιαίτερη προσοχή στο σημείο αυτό που είναι καθοριστικό για τον τουρισμό.


Να σημειώσω επίσης στο θέμα της εικόνας της πόλης και τη χαμηλή αξιολόγηση ως προς το «value for money», δηλαδή το ότι η Αθήνα θεωρείται «ακριβή πρωτεύουσα για αυτά που παρέχει στον επισκέπτη της», όπως ανέφερα και πριν από λίγο. Και σε περίοδο παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, το πρόβλημα του να θεωρείσαι «ακριβός προορισμός» χωρίς το ανάλογο επίπεδο υπηρεσιών, είναι αυτονόητα σοβαρό. Θα πρέπει όμως εδώ να πω ότι το ζήτημα αυτό, δεν αφορά μόνο τους ξενοδόχους της Αττικής και της Αθήνας, αλλά αφορά γενικώς όλους όσους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο «παρέχουν υπηρεσίες» στον επισκέπτη. Και εκεί πλέον, περνάμε στο χώρο της «ατομικής ευθύνης» και της «συνείδησης» του κάθε επιχειρηματία χωριστά. Και για να το πούμε πιο απλά, ο «ακριβός εστιάτορας με την κακή ποιότητα φαγητού» ή ο «οδηγός ταξί που παζαρεύει ζητώντας αστρονομικά ποσά», προκαλούν ζημιά που υπερβαίνει το συγκεκριμένο τους πελάτη και αφορά πλέον ολόκληρη την εικόνα της χώρας. Όσοι έλεγχοι και αν υπάρξουν – που θα υπάρξουν από πλευράς μας – τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει στο θέμα αυτό, εάν δεν ενεργοποιηθεί η ατομική συνείδηση του κάθε επαγγελματία ξεχωριστά. Και αυτή είναι η απλή αλήθεια.


Το δεύτερο σημείο το οποίο θα ήθελα να επισημάνω είναι ότι, η στόχευση που οφείλει να έχει ο Τουρισμός για την Αττική και την Αθήνα, έχει προφανώς κάποια ιδιαίτερα και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα δεν μπορεί το «τουριστικό προϊόν» της Αθήνας, να είναι ίδιο με αυτό των Κυκλάδων ή της Ρόδου. Και στο σημείο αυτό, πιστεύω ότι η πολιτική απόφαση της ενοποίησης των Υπουργείων του Πολιτισμού και του Τουρισμού, θα λειτουργήσει ιδιαίτερα θετικά για την τουριστική κίνηση της Αθήνας και της Αττικής. Ο «πολιτιστικός τουρισμός» κατά τη γνώμη μου, είναι ένα από τα «δυνατά χαρτιά» της Αθήνας – το οποίο φυσικά έχει ενισχυθεί ακόμη περισσότερο με τη λειτουργία του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης, το οποίο ήδη έχει αρχίσει και εδραιώνει την παγκόσμια φήμη του. Υπάρχουν όμως πολλά ακόμη που μπορούν, πρέπει να γίνουν και θα γίνουν σε επίπεδο υποδομών για την ευρύτερη περιοχή. Η κατασκευή του Μητροπολιτικού Πάρκου στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού, η ανάπλαση και η αξιοποίηση του νότιου παραλιακού μετώπου της πόλης και πολλά άλλα έργα και παρεμβάσεις, θα προχωρήσουν άμεσα και θα ενισχύσουν με εξαιρετικά θετικό τρόπο την «ταυτότητα» της Αθήνας.


Για το θέμα του Συνεδριακού Τουρισμού, ξέρετε ήδη ότι αποτελεί βασική προτεραιότητα για εμάς. Και η προτεραιότητα αυτή, δεν αφορά μόνο την Αττική ή την Αθήνα αλλά ολόκληρη τη χώρα. Η δέσμευσή μας για να προωθηθεί το θέμα της δημιουργίας Μητροπολιτικού Συνεδριακού Κέντρου στην πόλη είναι ήδη γνωστή και δεν χρειάζεται να την επαναλάβω.


Τέλος, υπάρχει και η κατεύθυνση του «city break» προορισμού. Εδώ έχουμε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, το οποίο φυσικά το γνωρίζουμε όλοι – και δεν είναι άλλο από την απόσταση στην οποία βρισκόμαστε, από τα χερσαία σιδηροδρομικά και οδικά δίκτυα της Κεντρικής Ευρώπης, αν θεωρήσουμε φυσικά ότι η κεντρική πηγή πιθανών επισκεπτών μας βρίσκεται εκεί. Το «city break» για την Αθήνα λειτουργεί μόνο μέσα από τη λογική του προσεγγίζω τον προορισμό «με αεροπλάνο» ή με «πλοίο» μέσω Ιταλίας και μετά οδικώς. Αυτό είναι ένα μειονέκτημα σε σχέση με άλλες Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Επομένως, οφείλουμε να πάμε πολλά βήματα πιο πέρα για να προσελκύσουμε επισκέπτες στη λογική του «city break». Και αυτό που απαιτείται κατά τη γνώμη μου, είναι το να δημιουργήσουμε «Λόγους» για τους οποίους ο επισκέπτης, να μπει στη λογική να υπερβεί το «μειονέκτημα» της δυσκολότερης πρόσβασης και να έρθει στην Αθήνα. Και οι «Λόγοι» αυτοί, έχουν να κάνουν με πολιτιστικά γεγονότα και εκδηλώσεις, όπως και με αθλητικά γεγονότα ή εκδηλώσεις. Επομένως, η ύπαρξη κοινού Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, μπορεί να λειτουργήσει θετικά και ενισχυτικά και προς αυτή την κατεύθυνση.


Το τελικό συμπέρασμα, από όλες αυτές τις σκέψεις νομίζω ότι είναι ένα και μοναδικό: όσο και αν βρισκόμαστε σε μια δύσκολη σχετικά περίοδο, έχουμε στα χέρια μας δυνατότητες να αξιοποιήσουμε, έχουμε «ευκαιρίες» που πρέπει να εκμεταλλευθούμε και να αναπτύξουμε ειδικά για την Αθήνα και την Αττική. Από πλευράς Πολιτείας, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι δέσμευσή μας είναι να εξαντλήσουμε τις δικές μας «υποχρεώσεις» για να πετύχουμε το στόχο της τουριστικής ανάπτυξης της πρωτεύουσας. Χωρίς όμως τη δική σας ενεργή υποστήριξη και τη δική σας συμμετοχή στις προσπάθειες αυτές, ο στόχος αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί. Γνωρίζω όμως ότι η θέληση αυτή υπάρχει από τη δική σας πλευρά και είμαι βέβαιη ότι με την κοινή συνεργασία όλων μας, όχι μόνο θα υπερβούμε τη δυσκολία της συγκυρίας αυτής αλλά έχουμε μπροστά μας πολύ καλύτερες ημέρες.